Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυντομεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 abbreviare 2 abbreviare 3 accelerare 4 accorciare 5 epitomare 6 raccorciare (vt) 7 raccorciarsi (vrifl) 8 ridurre (vt) 9 scemare (vt) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |