Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συντριβή
ουσιαστικό θηλυκό

1 accasciamento
2 attrizione
3 bancarotta
4 carnaio
5 collasso
6 comminuzione
7 cozzata
8 crac
9 crollo
10 devastazione
11 disastro
12 disfacimento
13 distruzione
14 frana
15 frana
16 franamento
17 frantumazione
18 malora
19 rotta
20 rovinio
21 sbaraglio
22 schianto
23 sciagura
24 sconquassamento
25 scontro
26 sfacelo
27 sfasciamento
28 sfascio
29 sfondamento
30 sgangheramento
31 smacco
32 sminuzzamento
33 sminuzzatura
34 sminuzzolamento
35 stritolamento
36 subisso
37 tombolo
38 tracollo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συντρέχω συντρίβομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---