Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συντρίβομαι
ρήμα παθητικό

1 accasciarsi
2 cadere
3 compenetrarsi
4 crollare
5 dirompersi
6 fracassarsi
7 frangersi
8 frantumarsi
9 illanguidirsi
10 infrangersi
11 rompere (vi)
12 rompersi (vrifl)
13 sfracellarsi (vrifl)
14 sprofondare (vi)
15 stritolarsi (vrifl)
16 subissare (vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συντριβή συντρίβω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---