Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυντηρούμαι
ρήμα παθητικό 1 conservarsi 2 mantenersi (vrifl) 3 sostenersi (vrifl) 4 sostentarsi (vrifl) 5 sussistere (vi) 6 mantenersi a galla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |