Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συντήρηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 conservazione (f)
2 [μηχανής] manutenzione (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συντηρημένος συντηρητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---