Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνταξιδιώτης
ουσιαστικό αρσενικό

1 fiancheggiatore
2 compagno di strada
3 compagno di viaggio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σύνταξη συντάξιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---