Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνταξιοδοτούμαι
ρήμα

1 congedarsi
2 andare a piantare i cavoli
3 andare in pensione
4 lasciare il servizio
5 collocare a riposo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνταξιοδοτικός συνταξιοδοτώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---