Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσύνταξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 compilazione (f) 2 [εφημερίδας] redazione (f) 3 grammatica sintassi 4 [συνταξιούχου] pensione (f) di anzianit|à permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαβγαίνω στη σύνταξη = andare in pensione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |