Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
στερεοτροπισμός
ουσιαστικό αρσενικό
stereotropismo
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< στερεότητα
στερεοτυπία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
στερεός
[επίθ.]
στερεοσκοπία
{χωρ. πληθ...
στερεοσκοπικός
[επίθ.]
στερεοσκόπιο
{στερεοσκο...
στερεότητα
[θηλ.ουσ]
στερεοτροπισμός
[ουσ αρσ ]
στερεοτυπία
{χωρ. πληθ...
στερεότυπο
{στερεοτύπ...
στερεοτυπογράφος
[ουσ αρσ ]
στερεότυπος
[επίθ.]
στερεοτυπώνω
[ρ.]
στερεοφωνία
{χωρ. πληθ...
στερεοφωνικός
[επίθ.]
στερεοφωτογραμμετρία
[θηλ.ουσ]
στερεοφωτογραφία
{στερεοφωτ...
στερεοχημεία
{χωρ. πληθ...
στερεοχημικός
[επίθ.]
στερεύω
{στέρε-ψα,...
στερέωμα
{στερεώματ...
στερεωμένος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis