Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόστερεότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 compattezza 2 consistenza 3 durabilità 4 durezza 5 rigidezza 6 saldezza 7 sodezza 8 solidità 9 stabilità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |