Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στερεωμένος
επίθετο

1 fissato
2 fisso
3 incastrato
4 raccomandato
5 radicato
6 rassodato
7 stabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στερέωμα στερεώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---