Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στεριώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

consolidare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στέριωμα στερκοχολίνη  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στεριώνω με τη δουλειά = divenire di ruolo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---