Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σταθεροποιούμαι
ρήμα

1 fissarsi
2 invalere
3 irrobustirsi
4 solidificarsi (vrifl)
5 stabilizzarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σταθεροποιητικός σταθεροποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---