Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσταθμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 [κτίριο] stazione (f) 2 [στάθμευση] fermata 3 [senso figurato] pietra miliare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο παιδικός σταθμός = asilo [αρσ.] infantile || ο βρεφικός σταθμός = asilo [αρσ.] nido || ο σταθμός πρώτων βοηθειών = guardia [θηλ.] medica || ο σταθμός λεωφορείων = stazione [θηλ.] degli autobus || ο σταθμός ανεφοδιασμού = stazione [θηλ.] di servizio || ο σιδηροδρομικός σταθμός = stazione [θηλ.] ferroviaria Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |