Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σταθερά
ουσιαστικό θηλυκό

1 costante
2 decisamente
3 fermamente
4 fissamente
5 fisso
6 immutabilmente
7 saldamente
8 solidamente
9 stabilmente
10 di continuo

σταθερά!
επιφώνημα

avanti cosἷ

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στάζω σταθεροποιημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---