Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σπίτι
ουσιαστικό ουδέτερο

1 casa
2 [οικογένεια] famiglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σπιρτόκουτο σπιτικό  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μένω στο σπίτι κάποιου = alloggiare presso qualcuno || πάω στο σπίτι = andare a casa || είμαι στο σπίτι = essere a casa || οι δουλειές [f.] του σπιτιού = faccende [θηλ. πλυθ.] domestiche || (fare una visita) πετάγομαι στο σπίτι = (επισκέπτομαι) fare un salto da


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---