Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σπίρτο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 fiammifero
2 [αλκοόλ] spirito, alcool (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σπιρτάδα σπιρτόζος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---