Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σπλάχνα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 viscere (fpl)
2 [παιδιά] figli (mpl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σπλαγχνολογία σπλαχνίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---