Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σπιρτόκουτο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 portafiammiferi
2 scatola di fiammiferi
3 scatola per fiammiferi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σπιρτόζος σπίτι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---