Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκουντουφλώ
ρήμα αμετάβατο

1 ciampicare
2 incespicare
3 inciampare
4 intoppare
5 rintoppare (vi)
6 rintopparsi (vrifl)
7 mancare il piede (a qualcuno)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκουντούφλιασμα σκουντώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---