Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκουπίζω
ρήμα μεταβατικό

1 scopare
2 [σφουγγίζω] asciugare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκουπιδοφάγος σκούπισμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σκουπίζω με την ηλεκτρική σκούπα = passare l'aspirapolvere


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---