Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκουπιδότοπος
ουσιαστικό αρσενικό

1 immondezzaio
2 scaricatoio
3 scarico
4 luogo di scarico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκουπιδοτενεκές σκουπιδοφάγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---