Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφετερίζομαι
ρήμα μεταβατικό

1 appropriarsi
2 attribuirsi
3 distrarre
4 impadronirsi
5 invadere
6 prevaricare (vi)
7 sgraffignare (vt)
8 usurpare
9 appropriarsi indebitamente di

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφεντονίζω σφετερισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---