Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφετερισμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 appropriazione
2 contravvenzione
3 deroga
4 derogazione
5 prevaricazione
6 usurpamento
7 usurpazione
8 appropriazione indebita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφετερίζομαι σφετεριστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---