Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφηνώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ficcare
2 imbiettare
3 incastrare
4 incunearsi
5 inzeppare
6 spingere (vt)
7 stabilizzare (vt)
8 tassellare
9 fermare con un cuneo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφηνώνομαι σφίγγα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---