Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σφάξιμο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σφάξιμο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 carneficina
2 macellazione
3 macello
4 massacro
5 mattazione

permalink
‹ σφάλμα
σφενδόνη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σφαλερότητα [θηλ.ουσ]
σφαλιάρα [θηλ.ουσ]
σφαλίζω {σφάλισ-α,...
σφάλλω {έσφαλ-α, ...
σφάλμα {σφάλμ-ατο...
σφάξιμο {σφαξίμ-ατ...
σφενδόνη {σπάν. σφε...
σφενταμιά [θηλ.ουσ]
σφεντόνα {σπάν. σφε...
σφεντονίζω {σφενδόνισ...
σφετερίζομαι {σφετερίσ-...
σφετερισμός [ουσ αρσ ]
σφετεριστής {σφετεριστ...
σφετεριστικός [επίθ.]
σφήκα [θηλ.ουσ]
σφηκοφωλιά [θηλ.ουσ]
σφήνα {σφηνών}
σφηνοειδής {σφηνοειδ-...
σφήνωμα [ουσ ουδ.]
σφηνωμένος [επίθ.]


{{ID:SFAXIMO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti