Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσέρνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 trascinare 2 [το χορό] guidare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασέρνεται γρίπη = c'è in giro l'influenza || σερνω απ' τη μύτη = menare per il naso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |