Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σέρνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 trascinare
2 [το χορό] guidare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σέρνομαι σεροτονίνη  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σέρνεται γρίπη = c'è in giro l'influenza || σερνω απ' τη μύτη = menare per il naso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---