Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σερίφης
ουσιαστικό αρσενικό
sceriffo
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σερέτης
σερμπέτι >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σεργιανίζω
{σεργιάνισ...
σεργιάνισμα
[ουσ ουδ.]
σεργιανώ
(σεργιάνισ...
σερενάτα
{χωρ. γεν....
σερέτης
{σερέτηδες...
σερίφης
{σερίφηδες...
σερμπέτι
{σερμπετ-ι...
σέρνομαι
αόρ. έσυρα...
σέρνω
{έσυρα, σύ...
σεροτονίνη
{χωρ. πληθ...
σερπαντίνα
{χωρ. γεν....
σερπετάδα
[θηλ.ουσ]
σερπετό
[ουσ ουδ.]
σερσέμης
{σερσέμηδε...
σέρφινγκ
[ουσ ουδ.]
σέσκουλο
[ουσ ουδ.]
σεσλών
[θηλ.ουσ]
σεσουάρ
[ουσ ουδ.]
σέσουλα
{χωρ. γεν....
σετ
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis