Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σερσέμης

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σερσέμης
ουσιαστικό αρσενικό

1 gaglioffo
2 mestolone
3 stolido

permalink
‹ σερπετό
σέρφινγκ ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σέρνω {έσυρα, σύ...
σεροτονίνη {χωρ. πληθ...
σερπαντίνα {χωρ. γεν....
σερπετάδα [θηλ.ουσ]
σερπετό [ουσ ουδ.]
σερσέμης {σερσέμηδε...
σέρφινγκ [ουσ ουδ.]
σέσκουλο [ουσ ουδ.]
σεσλών [θηλ.ουσ]
σεσουάρ [ουσ ουδ.]
σέσουλα {χωρ. γεν....
σετ [ουσ ουδ.]
Σεϋχέλλες {Σεϋχέλλων...
σεφ {άκλ.}
σεφέρι {σεφερ-ιού...
σηκός [ουσ αρσ ]
Σηκουάνας [θηλ.ουσ]
σηκωθείτε! [επιφ.]
σήκωμα [ουσ ουδ.]
σηκωμένος [επίθ.]


{{ID:SERSEMHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti