Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θερμοπαρακαλάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [θερμοπαρακαλώ]

θερμοπαρακαλώ  
ρήμα μεταβατικό

prega`re caldame`nte, supplica`re, implora`re με θερμοπαρακάλεσε να βάλω τo γιο της σε μια δουλειά == mi supplicò di trovare un lavoro per il figlio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θερμομονωτικός θερμοπηγές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---