Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθερμός
επίθετο 1 caldo θερμό κλίμα == clima caldo | θερμές χώρες == paesi caldi 2 (fig) vivo, caloro`so, caldo θερμές ευχές == auguri vivissimi | θερμή παράκληση == caloroso appello, viva preghiera | θερμή υπoδoχή == accoglienza calorosa | θερμό χειρoκρότημα == caloroso applauso 3 (fig) caldo, appassiona`to, foco`so θερμός εραστής == amante focoso θέρμος ουσιαστικό αρσενικό the`rmos (m) θερμός ουσιαστικό ουδέτερο the`rmos ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |