Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθερμοσίφωνας
ουσιαστικό αρσενικό scaldaba`gno ~m~ θερμοσίφωνο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [θερμοσίφωνας] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο ηλιακός θερμοσίφωνας = pannello [αρσ.] solare || ο θερμοσίφωνας μπάνιου = scaldabagno [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |