Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θερμότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 calo`re ~m~, caldo ~m~ ηλιακή θερμότητα == calore solare
2 (fig) calo`re ~m~, cordialità ~f~ μας υποδέχθηκαν με εξαιρετική θερμότητα == ci accolsero con grande cordialità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θερμοτεχνική θερμοτροπισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---