Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεομηνία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ira ~f~, casti`go ~m~ di Dio
2 calamità ~f~, disa`stro ~m~ η θεoμηνία έπληξε μεγάλο τμήμα της Πελoπoννήσoυ == è una calamità che ha colpito gran parte del Peloponneso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεολογώ θεομήτωρ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---