Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεολόγος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 teo`logo ~m~, laurea`to ~m~ in teologia 2 scuola insegna`nte ~m~~f~ di religione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |