Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεομπαίχτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 perso`na ~f~ e`mpia, irrivere`nte
2 ((per estensione)) imbroglio`ne ~m~, chi non ha timo`r di Dio

θεομπαίχτρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [θεομπαίχτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεόμουρλος θεονήστικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---