Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεοποιούμαι
ρήμα παθητικό esalta`rsi θεοποιώ ρήμα μεταβατικό 1 deifica`re, divinizza`re 2 (fig) glorifica`re, esalta`re, adora`re alla stre`gua di un dio έχει θεoποιήσει το χρήμα == ha fatto del denaro il suo dio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |