Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θέλημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 volontà ~f~, vole`re ~m~ ήταν θέλημα Θεoύ == è stata la volontà di Dio | γεννηθήτω τo θέλημά σου == sia fatta la tua volontà
2 pi`ccola commissi`one ~f~, pi`ccolo servi`zio ~m~, piace`re ~m~, lavore`tto ~m~ τον έστειλα σ' ένα θέλημα == l'ho mandato a fare una piccola commissione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θέλγω θεληματάρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---