Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπρόσβαση
ουσιαστικό θηλυκό 1 accessione 2 accostamento 3 entrata 4 indirizzo 5 via d'accesso permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααπαγορεύεται η πρόσβαση = divieto [αρσ.] d'accesso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |