Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πρόσβαση
ουσιαστικό θηλυκό

1 accessione
2 accostamento
3 entrata
4 indirizzo
5 via d'accesso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προσβάλλων προσβεβλημένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


απαγορεύεται η πρόσβαση = divieto [αρσ.] d'accesso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---