Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προσβάλλω
ρήμα μεταβατικό

1 assalire, attaccare
2 [δυσαρεστώ] offendere
3 [υγεία] danneggiare
4 [διαθήκη] impugnare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προσβάλλομαι προσβάλλων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---