Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προσγείωση
ουσιαστικό θηλυκό

atterraggio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προσγειώνω προσδεκτός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αναγκαστική προσγείωση = atterraggio [αρσ.] di fortuna


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---