Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προσαύξηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 incremento
2 maggiorazione
3 soprapprezzo
4 soprattassa
5 sovraccarico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προσαυξάνω προσβάλλομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---