Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πετροψυχιά
ουσιαστικό θηλυκό
1
crudeltà
2
inclemenza
3
spietatezza
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πετροχημικός
πετρώδης >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πετροσέλινο
[ουσ ουδ.]
πετρούλα
[θηλ.ουσ]
πετροφυής
{πετροφυ-ο...
πετροχημεία
{χωρ. πληθ...
πετροχημικός
[επίθ.]
πετροψυχιά
[θηλ.ουσ]
πετρώδης
{πετρώδ-ου...
πέτρωμα
{πετρώμ-ατ...
πετρωμένος
[επίθ.]
πετρώνω
{πέτρω-σα,...
πέτσα
{πετσών}
πετσέτα
[θηλ.ουσ]
πετσετάκι
[ουσ ουδ.]
πετσετοθήκη
{πετσετοθη...
πετσί
{πετσ-ιού ...
πετσικάρω
{πετσικάρι...
πέτσινος
[επίθ.]
πετσοκόβομαι
παθ. αόρ. ...
πετσοκόβω
{πετσόκο-ψ...
πετσόκομμα
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis