Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πετσικάρω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πετσικάρω
ρήμα αμετάβατο

1 inarcare
2 incurvarsi
3 insellarsi

permalink
‹ πετσί
πέτσινος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πέτσα {πετσών}
πετσέτα [θηλ.ουσ]
πετσετάκι [ουσ ουδ.]
πετσετοθήκη {πετσετοθη...
πετσί {πετσ-ιού ...
πετσικάρω {πετσικάρι...
πέτσινος [επίθ.]
πετσοκόβομαι παθ. αόρ. ...
πετσοκόβω {πετσόκο-ψ...
πετσόκομμα [ουσ ουδ.]
πετσοκομμένος [επίθ.]
πέτσωμα {πετσώμ-ατ...
πετυχαίνω {πέτυχ-α, ...
πετυχημένα [επίρ.]
πετυχημένος [επίθ.]
πετώ {πετάς... ...
πευκιάς [ουσ αρσ ]
πεύκο [ουσ ουδ.]
πευκοβελόνα {πευκοβελό...
πευκοδάσος {πευκοδάσ-...


{{ID:PETSIKARW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti