Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πετώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 volare
2 [ρίχνω] buttare, gettare via

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πετυχημένος πευκιάς  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πετώ απο χαρά = saltare di gioia || πετώ έξω = sbattere fuori


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---