Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πετσόκομμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 massacro
2 smozzicatura
3 spaccatura
4 tagliuzzamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πετσοκόβω πετσοκομμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---