Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόνευρικότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 affanno 2 inquietudine 3 insofferenza 4 irrequietezza 5 irrequietudine 6 nervosismo 7 nervosità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |