Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νευρίασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 fastidio
2 irritazione
3 rabbia
4 rompicapo
5 sdegno
6 stuzzicamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νευριάζω νευριασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---