Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόνεύρο
ουσιαστικό ουδέτερο anatomia nervo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαδίνω στα νεύρα κάποιου = dare sui nervi a qualcuno || είμαι όλος νεύρο = essere dinamico Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |