Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νευριάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [εκνευρίζω] innervosire
2 [εκνευρίζομαι] innervosirsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νευριάζομαι νευρίασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---